16 Νοεμβρίου 2025

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΤΗΣ ΓΙΑΝΝΑΣ ΚΟΥΚΑ "ΘΕ ΜΟΥ, Η ΓΙΟΥΡΑ - ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΕΞΟΡΙΑΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΥΚΑ" (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ 2025)

Δύο χρόνια μετά την ποιητική συλλογή «Τραύμα εξοφλήθηκε» (Εκδόσεις Ενύπνιο, 2023), η Γιάννα Κουκά μάς παρουσιάζει το δεύτερο εκδοτικό της εγχείρημα με τίτλο «Θε μου, η Γιούρα». Πρόκειται για ένα βιβλίο βασισμένο στις μαρτυρίες εξορίας του πατέρα της, δημοσιογράφου της εφημερίδας «Η Αυγή» και αγωνιστή της Δημοκρατίας, Γιώργου Κουκά. Γραμμένα με τη μορφή επιστολών προς την κόρη του, τα κείμενα που άφησε πίσω του ο αείμνηστος Κουκάς συνδυάζονται με τις αναμνήσεις και τις εξομολογήσεις της.

 


Στο εξώφυλλο του βιβλίου δεσπόζει η ασπρόμαυρη φωτογραφία του μαρτυρικού τόπου εξορίας, της Γυάρου (ή Γιούρας, όπως την αποκαλούσαν οι ντόπιοι), ο οποίος «φιλοξένησε» χιλιάδες αντιφρονούντες σε τρεις διαφορετικές περιόδους (1947-1952, 1955-1961 και 1967-1974). Σε αντίθεση με τη Μακρόνησο, την οποία κατά την περίοδο της Δικτατορίας εκθείαζαν για το «αναμορφωτικό έργο» που επιτελούνταν εκεί, η Γυάρος ήταν γνωστή κατά κύριο λόγο στους βασανιστές και στα θύματά τους. Γι’ αυτό ακριβώς έχουν ιδιαίτερη αξία οι αναμνήσεις των ανθρώπων που έζησαν τα γεγονότα ως πρωταγωνιστές.

Ξεκινώντας τη μαρτυρία του και αφού περιγράφει τη διαδικασία της σύλληψής του από τους στρατιωτικούς την 21η Απριλίου 1967, ο Γιώργος Κουκάς αναφέρεται στη μεταγωγή των συλληφθέντων αρχικά στην Ασφάλεια, εν συνεχεία στις φυλακές του Γεντί Κουλέ και τελικά στο λιμάνι για να ξεκινήσει το ταξίδι προς τον τόπο της εξορίας. Από τις ανάγλυφες περιγραφές του, ξεχωρίζουμε δύο σημεία: το ένα σχετίζεται με την αδιαφορία ή το φόβο της πλειοψηφίας αναφορικά με όσα συνέβησαν εκείνες τις ώρες. Γράφει ο Κουκάς: «Τα σπίτια όλα σβηστά. […] Θα ’ταν μια ελπίδα ένα φωτισμένο παράθυρο σε μια πολυκατοικία. Τίποτε. Ο κόσμος, ο κοσμάκης κοιμότανε. Είχε φάει το μεσημέρι, είχε φάει το βράδυ, είχε πιει και το κατοσταράκι του κι από δω παν οι άλλοι». Παρά τους θορύβους, που σίγουρα θα προκαλούσε η μεταφορά των συλληφθέντων με φορτηγά μέσα στη νύχτα, κανείς/καμιά δεν αντιδρούσε. Το δεύτερο αφορά την απανθρωποποίηση του κρατουμένου. Γράφει ο Κουκάς: «Την επόμενη μας φωτογράφισαν έναν έναν. Με νούμερο στο στήθος. Αριθμός “τόσο”. Γίναμε νούμερα». Ο κρατούμενος στερείται την ανθρώπινή του υπόσταση και γίνεται πλέον ένας αριθμός. Έτσι, μπορεί πιο εύκολα να αποτελέσει αντικείμενο βασανισμού ή ακόμη και εκτέλεσης. Η μετατροπή των ανθρώπων σε «νούμερα» λειτουργεί ως ένας ψυχολογικός μηχανισμός διευκόλυνσης αποτρόπαιων πράξεων.


Η συγκλονιστική αφήγηση των πρώτων ωρών μετά τη σύλληψη ολοκληρώνεται με την περιγραφή του τέλους του ταξιδιού. Καθώς όλοι οι κρατούμενοι που επιβαίνουν στο αρματαγωγό αναρωτιούνται πού τους μεταφέρουν, μόλις αρχίζει να κατεβαίνει η μπουκαπόρτα ακούγεται «μια στριγγιά σπαραχτική φωνή» η οποία αναγνωρίζει τον τόπο του μελλοντικού τους μαρτυρίου και αναφωνεί: «Θε μου, η Γυάρος». Είναι η στιγμή που όλοι συνειδητοποιούν τι μέλλει γενέσθαι.

Μετά από ένα διάστημα παραμονής στη Γυάρο, ο Κουκάς θα μεταφερθεί στο Παρθένι της Λέρου. Οι συνθήκες εκεί είναι κάπως καλύτερες, καθώς παρέχεται στους φυλακισμένους, κατόπιν αιτήματός τους, η δυνατότητα να επισκευάσουν και να αγιογραφήσουν το ξωκλήσι της Αγίας Κιουράς. Αρχιτέκτονες, μηχανικοί, οικοδόμοι και ζωγράφοι αφοσιώνονται στο έργο αυτό και δημιουργούν, παρά τις αντιξοότητες, ένα μνημείο της Αντίστασης αλλά, συνάμα, και ένα έργο υψηλής αισθητικής αξίας. Η ιδέα της επισκευής ανήκε στον Μανώλη Γλέζο. Το ξωκλήσι αυτό κουβαλάει, όπως αναφέρει ο Κουκάς, την «ιστορία ενός ολόκληρου λαού που αγωνίζεται» και φιλοξενεί τις «ψυχές των κρατουμένων».

Ανάμεσα στις ιστορικές αφηγήσεις του Γιώργου Κουκά παρεμβάλλονται οι σκέψεις της κόρης του Γιάννας. Από τις πρώτες σελίδες καθίσταται σαφές ότι το τραύμα από την απώλεια του πατέρα παραμένει ανοιχτό («Αρρώστησες ξαφνικά, πήγες και πέθανες μετά»). Όμως, αυτό δεν αποτελεί εμπόδιο για την υλοποίηση του σκοπού της μεταλαμπάδευσης της ιστορικής του κληρονομιάς στο αναγνωστικό κοινό. Έντονο είναι και το αίσθημα της οργής για όσα υπέστη ο πατέρας της («Θύμωσα πολλές φορές, πατέρα. Θύμωσα, […] όχι με σένα […]. Για όσα έκαναν πάνω σε σένα και τους άλλους συναγωνιστές σου»).

Εντύπωση προκαλεί στη συγγραφέα το συναισθηματικό δέσιμο του Κουκά με τη νήσο της Λέρου, η οποία υπήρξε ένας από τους τόπους όπου βασανίστηκε. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, και μεταξύ αυτών και η Γιάννα Κουκά, πώς μπορεί κάποιος να αγαπήσει έναν τόπο που συνδέεται με τόσο δυσάρεστες αναμνήσεις («Πώς την αγάπησες τη Λέρο, πατέρα; […] Πώς το άντεξες;»).

Η αναμέτρηση με το φασισμό συνεχίζεται και στις μέρες, μας σύμφωνα με τη συγγραφέα, η οποία συσχετίζει τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα με τους βασανιστές του πατέρα της. Γράφει χαρακτηριστικά: «Με το φασισμό ποτέ δεν τελειώσαμε. Μας κυνηγάνε ακόμα οι φασίστες, πατέρα. Τους κυνηγάμε όμως κι εμείς, πατέρα, δε λησμονούμε όσα περάσατε». Αυτός είναι, προφανώς, κι ένας από τους λόγους για τη συγγραφή αυτού του βιβλίου. Η σύνδεση των αγώνων του παρελθόντος με τους αγώνες του παρόντος και η υπόμνηση προς τις νεότερες γενιές ότι το τέρας του φασισμού είναι ακόμα ζωντανό. Με τον τρόπο αυτό, η προσωπική μνήμη μετατρέπεται σε συλλογική.

Στην τελευταία πεζογραφική ενότητα των προσωπικών της σημειώσεων, η συγγραφέας ξεκινά με την ανάμνηση της θέασης στον κινηματογράφο της βραβευμένης ταινίας του Παντελή Βούλγαρη «Τα πέτρινα χρόνια». Μέσα στη σκοτεινή αίθουσα θυμάται τον πατέρα της να κλαίει, αναλογιζόμενος τα χρόνια, τους ανθρώπους και τις σχέσεις που χάθηκαν στα θανατονήσια. Εκεί διαπιστώνει ότι κι ο πατέρας της ήταν τρωτός κι ευάλωτος. Ένας καθημερινός άνθρωπος με τεράστια ψυχικά αποθέματα.

Εν συνεχεία, η Κουκά μάς μεταφέρει αποσπάσματα από τις μαρτυρίες κορυφαίων προσωπικοτήτων της αντιδικτατορικής πάλης, όπως ο Αλέκος Παναγούλης, ο Σπύρος Μουστακλής, ο Άλκης Αλκαίος και ο Περικλής Κοροβέσης. Μέσα από τις μαρτυρίες αυτές, όπως και από τη μαρτυρία του πατέρα της, αναδεικνύεται η ιερή υποχρέωση να αποτυπώσει στο χαρτί τις πολύτιμες αναμνήσεις που άφησε πίσω του.

Το βιβλίο ολοκληρώνεται με μία σειρά έξι σπαρακτικών ποιημάτων, τα οποία είναι αφιερωμένα στον πατέρα. Μέσα από τους στίχους τους περιγράφεται ο πόνος της απώλειας, η ένταση της απουσίας και η δυσκολία που αντιμετωπίζει το ποιητικό υποκείμενο προσπαθώντας να συνεχίσει τη ζωή του χωρίς αυτόν.

Ο Γιώργος Κουκάς υπήρξε ένας ανιδιοτελής αγωνιστής της Δημοκρατίας. Ήταν ένας από τους πολλούς που δεν εξαργύρωσαν με αξιώματα τους αγώνες αλλά παρέμειναν σύμβολα ήθους και μεγαλοψυχίας ως το τέλος. Τούτη την παρακαταθήκη θέλησε να μας μεταφέρει μέσα από τις σελίδες αυτού του σύντομου αλλά περιεκτικού βιβλίου η Γιάννα Κουκά. Οι λέξεις του είναι τα «γιασεμιά» που άφησε στην κόρη του ο Κουκάς για να μας υπενθυμίζουν, σύμφωνα με τη ρήση του Μίλαν Κούντερα, ότι «ο αγώνας του ανθρώπου ενάντια στην εξουσία είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη».


Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα των Συντακτών

13 Νοεμβρίου 2025

ΑΠΑΓΓΕΛΙΑ ΤΟΥ ΠΟΙΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΤΣΟΓΛΟΥ "ΤΟΣΑ ΧΡΟΝΙΑ ΖΟΥΣΕΣ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΛΕΙΠΩ" ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΛΛΟΓΗ "ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ"

Στο βίντεο που ακολουθεί μπορείτε να με ακούσετε να διαβάζω ένα ποίημα από την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Ατσόγλου «Το βάρος της μοναξιάς» (Εκδόσεις Βακχικόν) με τίτλο «Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να σου λείπω».

 


10 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΓΛΩΣΣΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΙΑΣ "ΕΚΔΟΧΗ/POESIA GREGA CONTEMPORANEA" ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚΟΝ (ΠΡΕΣΒΕΙΑ ΤΗΣ ΒΡΑΖΙΛΙΑΣ 12.11.2025 ΚΑΙ ΩΡΑ 19.00)

Με το βλέμμα πάντοτε στραμμένο στη διάδοση της σύγχρονης ελληνικής ποίησης στο εξωτερικό, οι Εκδόσεις Βακχικόν μας προσκαλούν στην παρουσίαση της δίγλωσσης ανθολογίας (ελληνικά - πορτογαλικά) «Εκδοχή/poesia grega contemporânea», η οποία κυκλοφόρησε στη Βραζιλία από τον εκδοτικό οίκο Confraria do Vento, σε μετάφραση των Polina Dimea και Fabiano Costa Coelho, και θα παρουσιαστεί σε ειδική εκδήλωση την προσεχή Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2025 και ώρα 19.00 στην Πρεσβεία της Βραζιλίας (Λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας 23, Αθήνα).

 


 

Η ανθολογία «Εκδοχή» όπως διαμορφώθηκε από τη δημιουργική ομάδα των εκδόσεων Βακχικόν στα τέλη του 2021 περιλαμβάνει 50 ποιήματα ισάριθμων αξιόλογων, βραβευμένων και αναγνωρισμένων ποιητών και ποιητριών που αποτυπώνουν όλο το φάσμα της σύγχρονης ποιητικής σκηνής στην Ελλάδα και αναδεικνύουν την πολυφωνία που κυριαρχεί στις διάφορες τάσεις της ποιητικής πραγματικότητας της χώρας. Πρόκειται για μια παλέτα πενήντα διαφορετικών ποιητικών και ποιοτικών αποχρώσεων -πλέον- και μέσα στον μεγάλο και ηλιόλουστο πορτογαλόφωνο κόσμο.

Συμμετέχουν οι ποιητές: Νάσος Αθανασίου, Νικολέττα Αλεξάνδρου, Ανδρέας Αντωνιάδης, Ανδρέας Αντωνίου, Κατερίνα Ατσόγλου, Βασιλική Βλαστού, Νίκος Βλαχάκης, Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη, Σύλβα Γάλβα, Θάνος Γιαννούδης, Χριστίνα-Παναγιώτα Γραμματικοπούλου, Κώστας Δερμούσης, Σοφία Δευτερίγου, Ανδρονίκη Δημητριάδου, Πηνελόπη Ζαλώνη, Κατερίνα Ζυγούρα, Χρυσάνθη Ιακώβου, Μαλβίνα Ιωσηφίδου, Σωτήρης Κακίσης, Αγγέλα Καϊμακλιώτη, Ευτυχία Κατελανάκη, Αντιγόνη Κολοβέντζου, Φροσούλα Κολοσιάτου, Μαργαρίτα Στ. Κοντού, Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, Χαρά Κυριακοπούλου, Νίκη Κωνσταντοπούλου, Ανέστης Λάιος, Κατερίνα Λιάτζουρα, Κατερίνα Λιβιτσάνου – Ντάνου, Ευφροσύνη Μαντά – Λαζάρου, Πάνος Μαυρομμάτης, Μάνος Μαυρομουστακάκης, Άννα Μαχαιροπούλου, Ασημίνα Ξηρογιάννη, Ακύλας Παπαδομανωλάκης, Ειρήνη Παραδεισανού, Σοφιάνα Παρασκευοπούλου, Μαριάννα Πλιάκου, Σωτήρης Σαμπάνης, Φώτης Σκουρλέτης, Κωνσταντίνα Σκουφή, Μιλένα Σπανού, Κωνσταντίνος Σύρμος, Κατερίνα Ταγαρά, Ευαγγελία Τάτση, Μαρία Τζίκα, Τώνια Τσαρούχα, Έλενος Χαβάτζας, Στέργιος Φωτόπουλος.

Ευχόμαστε από καρδιάς καλή επιτυχία στην εκδήλωση και συγχαίρουμε όλους/όλες όσους/όσες συμμετέχουν στην ανθολογία, καθώς και τις Εκδόσεις Βακχικόν γι' αυτή τη σημαντική πρωτοβουλία.

08 Νοεμβρίου 2025

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΠΕΖΟΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΒΑΛΚΑΝΑ "ΔΩΣ' ΜΟΥ ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ" (ZATOPEK 9/11/2025 ΚΑΙ ΩΡΑ 19.00)

Αύριο Κυριακή, 9 Νοεμβρίου 2025 και ώρα 19.00, θα έχω τη χαρά να συμμετάσχω στην παρουσίαση της συλλογής πεζοποιημάτων του Αλέξανδρου Βαλκανά με τίτλο «Δωσ’ μου μία στιγμή» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ενύπνιο.

Η παρουσίαση θα λάβει χώρα στο Zatopek (Παναγή Τσαλδάρη 209, Καλλιθέα).

 


Για το βιβλίο θα μιλήσουν:

Ν.Γ. Λυκομήτρος, ποιητής

Μιχάλης Μακρόπουλος, συγγραφέας

Δημήτρης Μπαλτάς, φιλόλογος, ποιητής

 

Πλαισιώνουν καλλιτεχνικά:

Κλειώ Λάππα, κιθάρα, φωνή

Σταυριάννα Κουσκουβελάκου, μαριονετίστα

Κατερίνα Ρούσσου, performance

 

Αναγνώστες/ριες:

Μάνια Διαγούπη

Ευτυχία Κουιμιτζή

Κλειώ Λάππα

Μαρία Λιόντου

Λίτσα Μπούκα

Γρηγόρης Σερμπής


Σας περιμένουμε για να συζητήσουμε για ένα βιβλίο που σφύζει από ευαισθησία και αγάπη για τον άνθρωπο.

Καλή μας αντάμωση!

03 Νοεμβρίου 2025

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ ΑΤΣΟΓΛΟΥ "ΤΟ ΒΑΡΟΣ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ" (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΒΑΚΧΙΚΟΝ 2024)

Τέσσερα χρόνια μετά τη συλλογή «Συμβολισμοί» (Εκδόσεις Βακχικόν), η Κατερίνα Ατσόγλου μάς παρουσιάζει το δεύτερο ποιητικό της εγχείρημα με τίτλο «Το βάρος της μοναξιάς».

 


Το εξώφυλλο του βιβλίου, που κοσμεί ο πίνακας του Charles Herbert Moore Lily of the Valley”, διαδραματίζει διττό ρόλο. Από τη μία, το μπουκέτο με τα κρίνα που απεικονίζεται σε αυτό συμβολίζει την αγνότητα της ψυχής της ποιήτριας και τη χαμηλόφωνη έκφρασή της. Από την άλλη, όμως, λειτουργεί παραπλανητικά προς τον αναγνώστη/την αναγνώστρια (υπό την έννοια ενός διανοητικού παιχνιδιού), καθώς δεν τον/την προετοιμάζει για τα έντονα συναισθήματα που πρόκειται να βιώσει και για τις δυνατές εικόνες που δημιουργούνται στο μυαλό διαβάζοντας αυτή τη συλλογή.

Ήδη από το εναρκτήριο ποίημα, η ποιήτρια μιλά για «τεμαχισμένα κορμιά» που την «κοιτούσαν με μίσος και απορία» («Οι φάροι», σελ. 9). Βίωσε καταστροφές, πίκρα και συμφορές αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, βρήκε το θάρρος να αντιμετωπίζει το μέλλον με ελπίδα και να εκφράζει την αλληλεγγύη της σε αυτούς που υποφέρουν, όπως υπέφερε κι αυτή, από τη μοναξιά:

«Τώρα, χτίζω φάρους και ανάβω φωτιές

κάποιο σημάδι να έχουν οι μόνοι

να νιώθουν πως κάποιος τους νοιάζεται

κι ας μην τους σώσει ποτέ».

Η μοναξιά, βεβαίως, είναι ένα από τα κύρια θέματα του βιβλίου, όπως άλλωστε μαρτυρά και ο τίτλος του. Στην ποίηση της Ατσόγλου η μοναξιά έχει διάφορα πρόσωπα. Άλλοτε πρόκειται για τη μοναξιά των εφήμερων εραστών («συλλέγουμε αναμνήσεις/και καταφεύγουμε σε πανσιόν/για εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις», «Εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις», σελ. 10), άλλοτε πρόκειται για τη μοναξιά του έρωτα χωρίς ανταπόκριση («Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να με θες,/χωρίς να αναστατώνεσαι στη σκέψη μου», «Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να σου λείπω», σελ. 29) κι άλλοτε πρόκειται για τη μοναξιά του ανθρώπου που μένει πίσω («Δεν μου αρέσουν τα τρένα!/Φεύγουν γρήγορα/[…] κι αφήνουν πίσω τους ανθρώπους με δάκρυα στα μάτια./Αφήνουν άδειες αγκαλιές», «Χαμένες αποσκευές», σελ. 15).

Ένα από τα επαναλαμβανόμενα μοτίβα της συλλογής και μία από τις κινητήριες δυνάμεις για τη συγγραφή της αποτελεί η νόσος, η οποία μέσα στο βιβλίο έχει πολλές και διαφορετικές συνδηλώσεις. Στο ποίημα με τίτλο «Οι άνθρωποι οφείλουν» (σελ. 14) η νόσος σηματοδοτεί την αποτυχία του ποιητικού υποκειμένου να ανταποκριθεί στις κοινωνικές απαιτήσεις. Γράφει η Ατσόγλου:

«Οι άνθρωποι οφείλουν σε εαυτούς και κοινωνία

να μένουν δυνατοί, σιωπηλοί και υγιείς.

[…]

Οι άνθρωποι οφείλουν να σκεφτούν τις τραγικές συνέπειες που

επιφέρει κάποια αδιαθεσία τους

στο σύστημα υγείας

και να παραδειγματιστούν απ’ όσους

είχαν την τόλμη

να θέσουν τέλος στη ζωή τους».

Το ποιητικό υποκείμενο είναι υπόλογο έναντι της κοινωνίας λόγω της νόσου. Οφείλει να μην νοσήσει. Οφείλει να μην επιβαρύνει το σύστημα υγείας. Η ποιήτρια κατακεραυνώνει την αναλγησία και την απανθρωπιά που αποτελούν κοινωνική επιταγή, χρησιμοποιώντας και αρκετή δόση ειρωνείας. Ακόμη και οι αυτόχειρες είναι προτιμότεροι από τους νοσούντες, διότι αυτοί έπαψαν οικειοθελώς να επιβαρύνουν το σύστημα με την ύπαρξή τους.

Στο ποίημα «Βασικές ανάγκες» (σελ. 22) η νόσος εγκλωβίζει σε μία μέγγενη την καθημερινή ζωή του ποιητικού υποκειμένου. Διαμορφώνει ένα αυστηρό ημερήσιο πρόγραμμα («στις δέκα η θεραπεία/[…] στις πέντε να διαβάσει/και στις έντεκα να κοιμηθεί»), ώσπου έρχεται η συνειδητοποίηση ότι στέκεται εμπόδιο στη ζωή. Και τότε, το ποιητικό υποκείμενο αποφασίζει «να κάνει ζωτικής σημασίας προσθήκες/όπως για παράδειγμα να θυμηθεί να ζήσει/να ερωτευτεί παράφορα/ή να μην ξεχάσει βαθιές αναπνοές/ανοίγοντας διάπλατα τα παράθυρα της υπολειπόμενης ζωής». Η ποιήτρια το βροντοφωνάζει: όση ζωή κι αν μας απομένει, πρέπει να τη ζήσουμε. Όσο και όπως μπορούμε.

Κάποιες φορές, ωστόσο, η νόσος είναι πολύ ισχυρή και οδηγεί στην απελπισία. Η σκέψη ότι το τέλος πλησιάζει λυγίζει το ποιητικό υποκείμενο, όπως μαρτυρά το ποίημα με τίτλο «Λάθος μηνύματα» (σελ. 35). «Σαν σε περιτριγυρίζει ο θάνατος/[…] Κρύβεσαι πίσω από κοκτέιλ φαρμάκων/ικετεύοντας να κερδίσεις λίγες ακόμη στιγμές». Η αναμέτρηση με τον θάνατο είναι σκληρή και άνιση, ωστόσο, όπως γράφει η Ατσόγλου, «πρέπει να σταθείς δυνατή/[…] Πρέπει να παλέψεις/[…] Πρέπει να μάθεις να ζεις απ’ την αρχή» («Τα πρέπει καθώς πρέπει», σελ. 60). Η συμβίωση με τη νόσο είναι απαραίτητη και αναπόφευκτη, γι’ αυτό και η ποιήτρια απευθύνει στον αναγνώστη/στην αναγνώστρια το ρητορικό ερώτημα: «Πώς αλλιώς θα κολυμπήσεις/στα αχαρτογράφητα νερά της μοίρας σου».

Πέρα, όμως, από τη νόσο υπάρχει και ο έρωτας. Σε αντίθεση, λοιπόν, με ό,τι θα περίμενε κανείς από τα κρίνα του εξωφύλλου, ο έρωτας δεν έχει πλατωνική υπόσταση μέσα στο βιβλίο αλλά άκρως σαρκική. Από τους εφήμερους εραστές στις πανσιόν για εικοσιτετράωρες διανυκτερεύσεις που προαναφέρθηκαν έως τα «δυο κορμιά γυμνά παραδομένα στο πάθος» πίσω από τις μισάνοιχτες κουρτίνες («Μια στάλα σάρκα», σελ. 21) και τα σέπαλα που ανοίγουν απαλά «με τα δάχτυλα/με τα χείλη/με τη γλώσσα» («Το κοχύλι», σελ. 30), ο σαρκικός έρωτας γίνεται η πυρφόρος δύναμη που αντιπαρατίθεται στη μοναξιά και στον θάνατο και ζεσταίνει τους εραστές με τη φλόγα της. Επέρχεται έτσι και μια συναισθηματική ισορροπία στη συλλογή, καθώς αυτά τα ποιήματα προσφέρουν μια ανάσα διονυσιακής αναζωογόνησης στο αναγνωστικό κοινό.

Αξίζει, εδώ, να σημειωθεί και ο ρόλος που καταλαμβάνει η μουσική μέσα στη συλλογή. Ποικίλες αναφορές, σκόρπιες μέσα σε στίχους της συλλογής, δείχνουν ότι η μουσική συντροφεύει την ποιήτρια σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητας, λειτουργώντας, τρόπον τινά, ως το σάουντρακ της ζωής της. Αναφέρουμε, ενδεικτικά, τη μουσική του Moby στο ποίημα «Χαμένες αποσκευές» (σελ. 15), τους στίχους «Ευτυχώς ακούμε μουσική/και ονειρευόμαστε σε διαφορετικές συχνότητες» («Διαφορετικές συχνότητες», σελ. 17), το τραγούδι του Nick CaveTo Be by Your Side” («Τόσα χρόνια ζούσες χωρίς να σου λείπω», σελ. 29) ή τους στίχους «Ξεχάσαμε τις φωτογραφίες μας στο πάτωμα/και όλους τους δίσκους με τα αγαπημένα μας τραγούδια» («Το πέτρινο ρολόι», σελ. 41). Σε κάθε περίπτωση, η μουσική αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ύπαρξης του ποιητικού υποκειμένου.

Από «Το βάρος της μοναξιάς» δεν λείπει, ωστόσο, και το κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο. Στο ποίημα «Οι άνθρωποι οφείλουν» (σελ. 14) που προαναφέρθηκε, οι καταληκτικοί στίχοι αποτελούν ισχυρό ράπισμα προς τους πολιτικούς ταγούς αυτού του τόπου: «Οι άνθρωποι οφείλουν/να ακολουθούν πιστά τις οδηγίες χρήσης/που τους δόθηκαν από τα πολιτικά γραφεία της γειτονιάς τους». Κι ο έρωτας, που λειτουργεί μέσα στη συλλογή ως αντίβαρο, δεν αρκεί, κάποιες φορές, για να καλύψει τα δεινά αυτού του κόσμου: «Τώρα ξέρω γιατί δεν μπορώ να σε ερωτευτώ,/γιατί η πόλη κοιμάται ήσυχα/μες στην απάθειά της./Γιατί τα παιδιά πεθαίνουν/την ώρα που χαμογελούν/από έξυπνες βόμβες λευκού φωσφόρου» («Οι λέξεις έχασαν το νόημά τους», σελ. 11). Οι πόλεμοι και οι φρικαλεότητες που αυτοί συνεπάγονται δεν περνούν απαρατήρητοι από το ποιητικό υποκείμενο: «Βρήκα την Άνοιξη λιπόθυμη/[…] Έσταζε δάκρυ, πίκρα και αίμα/πόνο και προσφυγιά./Σφάδαζε δίπλα σε βιασμένες μάνες και ορφανά παιδιά./Στο Ντονμπάς, στο Κίεβο, στο Ιντλίμπ, στη Μιανμάρ» («Άνοιξη 2022», σελ. 16). Ο προσωπικός Γολγοθάς του ποιητικού υποκειμένου δεν οδηγεί σε εσωστρέφεια, δεν το αποκόπτει από την κοινωνία. Σημειώνει και καταγγέλλει τα κακώς κείμενα, συνυφαίνοντας το προσωπικό με το συλλογικό τραύμα.

Με τη συλλογή «Το βάρος της μοναξιάς» η Κατερίνα Ατσόγλου πραγματοποιεί ένα ακόμη στέρεο βήμα στα ποιητικά μονοπάτια. Γράφει για τον έρωτα, τη μοναξιά, τη νόσο και τον φόβο του θανάτου με μια εξομολογητική διάθεση, χωρίς, όμως, να κλείνεται στον εαυτό της και να αδιαφορεί για τα κοινωνικά δρώμενα. Έχοντας διαμορφώσει την προσωπική της ποιητική φωνή, μας υπενθυμίζει ότι η μοναξιά, όπως έγραφε η Κατερίνα Γώγου, «είναι τσεκούρι στα χέρια μας» και εναπόκειται σ’ εμάς το πώς θα το χρησιμοποιήσουμε.


Πρώτη δημοσίευση: Literature.gr

29 Οκτωβρίου 2025

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΥ "ΠΑΡΑΝΟΪΚΟΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΣ ΛΕΞΕΩΝ" (ΓΡΑΦΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΕΝ ΑΤΤΙΚΗ ΛΑΓΚΑΔΙΝΩΝ 2/11/2025 ΚΑΙ ΩΡΑ 18.30)

Την προσεχή Κυριακή, 2 Νοεμβρίου 2025 και ώρα 18.30, θα έχω τη χαρά να παρουσιάσω το βιβλίο της Μαρίας Σταυροπούλου με τίτλο «παρΑνοϊκός δολοφόνος λέξεων» που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βακχικόν.

 


Η παρουσίαση θα λάβει χώρα στα γραφεία του Συνδέσμου των εν Αττική Λαγκαδινών (Πανεπιστημίου 59, 2ος όροφος, Στοά Φιξ).

Σας περιμένουμε για να συζητήσουμε για ένα διαφορετικό βιβλίο που απευθύνεται στην ψυχή του αναγνωστικού κοινού.

Καλή μας αντάμωση!

23 Οκτωβρίου 2025

ΚΡΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΡΑΦΑΕΛΑΣ ΧΑΜΠΙΠΗ "ΒΙΑ ΚΑΙ ΦΟΜΟ" (ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ 2025)

Στην παρθενική της ποιητική συλλογή, η Ραφαέλα Χαμπίπη μάς παρουσιάζει τη σύγχρονη δυστοπική καθημερινότητα μέσα από τη ματιά μιας νέας γυναίκας. Κυρίαρχα στοιχεία αυτής της καθημερινότητας είναι η βία (σε διάφορες μορφές), καθώς και ο φόβος ότι μπορεί να χάσουμε κάτι, π.χ. μια εμπειρία που βιώνουν οι άλλοι κι όχι εμείς (στα αγγλικά “Fear Of Missing Out  FOMO”).

 


Το εξώφυλλο του βιβλίου, που φιλοτέχνησε η Εβίνα Μακρή, μας προϊδεάζει για όσα θα ακολουθήσουν. Σε αυτό απεικονίζεται μια γυμνή γυναικεία μορφή, χωρίς να διακρίνονται τα χαρακτηριστικά της, ενώ στο φόντο διαγράφονται διάφορες εικόνες-θραύσματα δημοσιότητας (αποκόμματα εφημερίδων, εξώφυλλα περιοδικών, κ.ο.κ.). Αυτό που κυριαρχεί, όμως, στην εικόνα του εξωφύλλου είναι το παχύ, μαύρο μελάνι που στάζει πάνω στο σώμα της γυναίκας και μεταφέρει στο αναγνωστικό κοινό την ατμόσφαιρα του βιβλίου.

Ένα από τα θέματα που πραγματεύεται η Χαμπίπη είναι ο έρωτας, όπως τον βιώνει η γενιά της, η λεγόμενη “Generation Z” (όσοι/όσες γεννήθηκαν από το 1997 έως το 2009). Το ποιητικό υποκείμενο εκφράζει την απογοήτευσή του για έναν έρωτα που έσβησε: «Πενθώ εμάς/κι όσα δεν γίναμε/όσα δεν ζήσαμε κι όσα ζήσαμε» («Πένθος», σελ. 13). Η αγάπη μοιάζει να μην αρκεί για να κρατηθεί ζωντανή μια σχέση μέσα σε αυτόν τον κατακερματισμένο κόσμο όπου αυτή η γενιά αναζητά την τρυφερότητα. Οι στίχοι ενός ειδώλου της ποπ μουσικής, της Lana Del Rey, από το τραγούδι με τίτλο “Born to Die” κλείνουν το ποίημα, απηχώντας αυτή τη διαπίστωση: “Sometimes love is not enough and the road gets tough I dont know why”.

Όταν απουσιάζει η ψυχική σύνδεση, ακόμη και η ερωτική επαφή δεν αρκεί για να φέρει κοντά δύο ανθρώπους: «Κι αρκούσε μόνο να το ξεκαθαρίσεις/με κούτελο καθαρό από τιμιότητα/μόνο για απόψε/το πρωί ήταν για τη νέα σου ζωή/[…] εγώ δεν χωρίζω πια τις ζωές σε πρωί και βράδυ./Πάντα ζούσα για τα άκρα/κι άνευ δράματος, δεν ήσουν και τίποτα» («Ήθελα», σελ. 31). Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι σχέσεις σχηματίζονται εν είδει οικονομικού συνεταιρισμού («ένα βιογραφικό που παντρεύεται το άλλο», «Βιογραφικό», σελ. 18). Ανίκανοι να κυνηγήσουν την ουτοπία, οι νέοι συμβιβάζονται μ’ έναν έρωτα που μοιάζει με «συμπλήρωμα διατροφής». Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια δραματική διαπίστωση: «[..] φοβισμένοι απ’ τον φόβο/-πρεζάκια του ρεαλισμού/πειστήκαμε πως δεν υπάρχει χάπι εντ,/μη χρειαστεί και το κυνηγήσουμε» (ό.π.).

Κεντρικό ρόλο μέσα στο βιβλίο διαδραματίζει μια δυναμική γυναικεία φωνή που πραγματεύεται μια σειρά από καίρια ζητήματα. Ένα από αυτά είναι η μητρότητα. Η σκέψη της τεκνοποίησης βρίσκεται παντού στην καθημερινότητα. Είναι ταυτόχρονα «μια επιταγή και μια ανάγκη/μια θηλιά γύρω από τον λαιμό μου/ένα καλούπι δελεαστικό» («Μητρότητα», σελ. 16). Κάθε γυναίκα υφίσταται κοινωνική πίεση, η οποία αποτελεί ουσιαστικά μια μορφή βίας, προς την κατεύθυνση της απόκτησης τέκνων. Αυτή η κοινωνική επιταγή πνίγει τη γυναίκα σαν «θηλιά», ενώ ταυτόχρονα της προσφέρει και τη διέξοδο. Η υποταγή στις κοινωνικές συμβάσεις λειτουργεί ως ένα «καλούπι δελεαστικό», το οποίο θα την απαλλάξει από την πίεση που αυτές δημιούργησαν. Από την άλλη, υπάρχει και η «ανάγκη». Η έμμηνος ρύση έρχεται ως υπενθύμιση: «Κάθε μήνα σε περιμένω κι ας μην μπορώ να σε έχω/[…] και μου σκίζει τη σάρκα η απουσία σου/ματώνω φορώντας το χαμόγελο της ανακούφισης» (ό.π.). Το ποιητικό υποκείμενο γίνεται κατ’ αυτόν τον τρόπο φωνή όλων των γυναικών. Και αυτών που δεν επιθυμούν ν’ αποκτήσουν παιδιά και αυτών που το επιθυμούν. Ωστόσο, κι αυτές που επιθυμούν τα παιδιά συνθλίβονται από τη μέγγενη της μισθωτής εργασίας («ξαναπεθαίνεις με το πρώτο φως/και το οχτάωρο του γραφείου») αλλά και από τον ζόφο της νεοελληνικής πραγματικότητας. Στους επόμενους στίχους μνημονεύονται, κατά σειρά, η δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου («δεν αξίζουν τη θυσία σου στη Μεσολογγίου»), ο πνιγμός ανήλικων προσφύγων («το ξεβρασμένο σωματάκι σου στη Λέσβο») και το έγκλημα στα Τέμπη («την τέφρα σου στο δεύτερο βαγόνι»). Καθίσταται σαφές ότι, ακόμη και αν μια γυναίκα θέλει να αποκτήσει παιδί, οι επικρατούσες πολιτικοοικονομικές συνθήκες λειτουργούν αποτρεπτικά για μια τέτοια απόφαση. Το μόνο που απομένει για το ποιητικό υποκείμενο είναι να παλέψει για να δικαιωθούν τα παιδιά που χάθηκαν και για να δημιουργηθούν οι συνθήκες που θα κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη.

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα το οποίο πραγματεύεται η φωνή που προαναφέρθηκε είναι αυτό της γυναικείας χειραφέτησης και ενδυνάμωσης. Στο ποίημα «Κάτι σαν επανάσταση» (σελ. 24), το ποιητικό υποκείμενο διατρανώνει την πρόθεσή του να αλλάξει τα πράγματα, καθώς έχει ξεπεράσει το φόβο της προσπάθειας και το φόβο της αποτυχίας. Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι πλέον η ζωή του δεν διαφεντεύεται από αυτό που στη φεμινιστική θεωρία αποκαλείται «το ανδρικό βλέμμα» (the male gaze). Γράφει η Χαμπίπη: «Τουλάχιστον δεν φοβάμαι πια/να προσπαθήσω/δεν φοβάμαι να αποτύχω/γιατί δεν είσαι εδώ να με κρίνεις/ζω κάτω από έναν ουρανό/που θα γίνει δικός μου/δεν ζω κάτω από το βλέμμα σου πια». Η αποφασιστικότητα των ανωτέρω στίχων γεννιέται μέσα σ’ ένα περιβάλλον όπου δεσπόζει η συλλογικότητα («είμαι κομμάτι ενός ρεύματος/που θα σαρώσει τα πάντα -μέχρι/και το παρελθόν μου»).

Το μοτίβο της χειραφέτησης και του αυτοκαθορισμού του ποιητικού υποκειμένου απαντάται και στο ποίημα με τίτλο “I am, I am, I am” (σελ. 28). Ο τίτλος παραπέμπει ευθέως στην περίφημη φράση της Esther Greenwood, της κεντρικής ηρωίδας της νουβέλας της Sylvia Plath με τίτλο “The Bell Jar” («Ο γυάλινος κώδων»). Έχοντας καταφέρει να επιβιώσει μιας αλληλουχίας ψυχικών και σωματικών δοκιμασιών, η Esther διακηρύσσει τη συμφιλίωση με την εαυτή της: “I took a deep breath and listened to the old brag of my heart. I am, I am, I am” («Πήρα μια βαθιά ανάσα κι αφουγκράστηκα τον παλιό κομπασμό της καρδιάς μου. Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω», «Ο γυάλινος κώδων», μτφ. Ελένη Ηλιοπούλου, Εκδόσεις Μελάνι, 2007). Κατ’ αντιστοιχία προς την ηρωίδα της Plath, το ποιητικό υποκείμενο διαπιστώνει στο τέλος του ποιήματος: «Κανείς δεν με έζησε όσο εγώ/δεν είμαστε πια δυο ξένες/στο μυαλό μου τα λόγια της Σύλβια/Υπάρχω, υπάρχω, υπάρχω».

Αυτή η πάλη για χειραφέτηση και αυτοκαθορισμό αποκτά και διαγενεακή διάσταση. Οι κόρες αγωνίζονται για όσα δεν μπόρεσαν να υλοποιήσουν οι μητέρες τους. Γράφει η Χαμπίπη στο ποίημα με τίτλο «Αλυσίδα» (σελ. 30): «Κουβαλάμε όσα εκείνες δεν είπαν/όσα δεν τόλμησαν να σκεφτούν/τους πόνους και τους συμβιβασμούς/κι έτσι απλά τις απελευθερώνουμε». Σε αυτόν τον αγώνα, η κατανόηση συνυπάρχει με την οργή και τη θλίψη για όσα δεν έκανε η προηγούμενη γενιά: «Σαν γυναίκα θέλω να σε αγκαλιάσω/σαν κόρη δεν σε συγχωρώ/και λυπάμαι για όσα έχασες/και πενθώ για όσα έζησα» (ό.π.). Κι όσο κι αν οι παλαιότερες αποθαρρύνουν τις νεότερες από το να αγωνιστούν, η ποιήτρια γνωρίζει ότι χαμένοι αγώνες είναι μόνο αυτοί που δεν δίνονται: «Κι αν το πρωί έχω χάσει -το πιθανότερο/θα ξέρω πως δεν πρόδωσα/θα πενθήσω στο τσιμεντένιο μνήμα/πριν πάω στη δουλειά μου/πριν κοιτάξω μόνο αυτή» («Αστική ιστορία», σελ. 45).

Πέρα από τα ζητήματα της χειραφέτησης και του αυτοκαθορισμού, η ποιήτρια θίγει και το ζήτημα της ταξικής διαστρωμάτωσης της κοινωνίας στο ποίημα με τίτλο «Ο μεγάλος κοραλλιογενής ύφαλος» (σελ. 32). Το σκηνικό εξελίσσεται σε μια πολυκατοικία του Παγκρατίου, όπου εξακολουθούν να συμβιώνουν άνθρωποι διαφορετικών εθνικοτήτων («[…] η Κίνα μένει απέναντι […] από πάνω πάντα γαλανόλευκοι»). Όσο ψηλότερα βρίσκεται το διαμέρισμα, τόσο ψηλότερα στην ταξική κλίμακα βρίσκονται και οι ένοικοί του («Όσο πιο πάνω ανέβεις, τόσο πιο καθαρή η Ακρόπολη/τόσο πιο καθαρός ο αέρας/τόσο πιο ακριβό το νοίκι/τόσο πιο μεγάλο το ψάρι»). Κι εδώ, ωστόσο, κάνει αισθητή την παρουσία της η βία που υφίστανται οι γυναίκες με μια διαφορετική μορφή: την άρνηση της ταυτότητάς τους («Το κουδούνι μου γράφει ένα όνομα αντρικό»). Ο φόβος που βιώνει μια γυναίκα όταν μένει μόνη, την αναγκάζει να βάλει στο κουδούνι το όνομα ενός άνδρα για να αποφύγει τις κακοτοπιές. Ως εκ τούτου, η ποιήτρια διαπιστώνει ότι η βία κατά των γυναικών δεν είναι μόνο σωματική. Είναι πολύμορφη και πολυπλόκαμη.

Η συλλογή κλείνει με έναν αισιόδοξο τόνο με το ποίημα «Επίλογος» (σελ. 54). Το ποιητικό υποκείμενο διακηρύσσει την πρόθεσή του να παλέψει για ένα καλύτερο αύριο. Δεν τρέφει αυταπάτες («έρχεται πόλεμος»), ούτε διακρίνεται από μαξιμαλιστικές τάσεις («αντί για τον κόσμο θα αλλάξω το σαλόνι/από κάπου να αρχίσω»). Σημασία έχει ότι ο φόβος έχει υποχωρήσει («αυτήν τη φορά λιγότερο φοβάμαι») και ότι υπάρχει αποφασιστικότητα («Θα κατέβουμε την Κυριακή/[…] Κι αν μας χτυπήσουν,/κι αν ματώσουμε κι εμείς, έχουμε γάζες σπίτι μας»).

Εν κατακλείδι, με την πρώτη της ποιητική συλλογή η Ραφαέλα Χαμπίπη επιτυγχάνει να εκφράσει με ενάργεια τις ανησυχίες της γενιάς της (ή, τουλάχιστον, ενός τμήματος αυτής), μετατρέποντας το προσωπικό βίωμα σε συλλογικό. Διατυπώνει τις σκέψεις της με λόγο χειμαρρώδη (από το βιβλίο απουσιάζουν παντελώς οι τελείες) και αφήνει το αναγνωστικό κοινό να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα, χωρίς να προσφέρει έτοιμες λύσεις παρά μόνο τροφή για σκέψη. Με τη δύναμη της νιότης, κρούει τον κώδωνα της αφύπνισης όσο ακόμα υπάρχει χρόνος:

  

«Όλα όσα δεν καταλαβαίνεις

τα κάνω για μας

σου δίνω την ευκαιρία

τώρα που ακόμα δεν έχω τη μοίρα σου»

 («Αλυσίδα»)

 

Πρώτη δημοσίευση: Ο Αναγνώστης